Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorprèndere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sorˈprɛndere] 1 (stupire) εκπλήσσω 2 (cogliere in flagranza) πιάνω επ' αυτοφώρω, πιάνω στα πράσα sorprendersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [sorˈprɛndersi] 1 απομένω ξερός 2 θαμπώνομαι 3 μένω άφωνος 4 μένω εμβρόντητος 5 κουφαίνομαι 6 απορώ και εξίσταμαι 7 μένω άναυδος 8 μένω έκθαμβος 9 ξαφνιάζομαι 10 εκπλήσσομαι 11 καταπλήσσομαι 12 κερώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |