ItalianoGreco


souplesse  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suˈples]

1 λυγεράδα
2 ευστροφία
3 προσαρμοστικότητα
4 πολλαπλή χρησιμότητα
5 ευκαμψία
6 ευελιξία
7 ευλυγισία
8 ευκολία (ύφους)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---