sovèrchio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]
1 υπερβολή
2 υπεραφθονία
sovèrchio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]
1 άμετρος
2 υπέρμετρος
3 πλεονασματικός
4 υπερβολικός
5 υπεράφθονος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]
1 υπερβολή
2 υπεραφθονία
sovèrchio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]
1 άμετρος
2 υπέρμετρος
3 πλεονασματικός
4 υπερβολικός
5 υπεράφθονος
permalink
soverchio (ουσ αρσ )
soverchio (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android