ItalianoGreco


specializzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [speʧalidˈdzare]

1 εξειδικεύω
2 ειδικεύω

specializzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [speʧalidˈdzarsi]

1 αλλάζω προσαρμοζόμενος
2 εξειδικεύομαι
3 ειδικεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z