ItalianoGreco


speciàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [speˈʧale]

ειδικός (-ή, -ό), ιδιαίτερος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


effetti [αρσ. πλυθ.] speciali = τα ειδικά εφφέ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z