ItalianoGreco


spezzettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spettsettaˈmento]

1 κατατεμαχισμός
2 κόψιμο σε μικρά κομμάτια
3 θρυμμάτισμα
4 λιάνισμα
5 θρυμματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---