spezzàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtsato]
1 βραστό κρέας με λαχανικά
2 βραστό ψάρι με λαχανικά
3 στιφάδο
4 φόρμα αθλητική (τζάκετ και παντελόνι)
5 κινητό σκηνικό θεάτρου
spezzàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtsato]
κομματιασμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtsato]
1 βραστό κρέας με λαχανικά
2 βραστό ψάρι με λαχανικά
3 στιφάδο
4 φόρμα αθλητική (τζάκετ και παντελόνι)
5 κινητό σκηνικό θεάτρου
spezzàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spetˈtsato]
κομματιασμένος (-η, -ο)
permalink
spezzato (ουσ αρσ )
spezzato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android