spiccicàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [spitʧiˈkare]
1 ανασπώ
2 απομακρύνω
3 ξεκόβω
4 εκφέρω (λόγο) καθαρά
5 προφέρω ξεκάθαρα
6 αποκολλώ
7 αποσπώ
8 ξεκολλώ
9 βγάζω
10 αποχωρίζω
11 διαχωρίζω
spiccicarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spitʧiˈkarsi]
1 αποκολλούμαι
2 απομακρύνομαι
3 ξεκολλώ
4 ξεκολλιέμαι
5 αποσπώμαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [spitʧiˈkare]
1 ανασπώ
2 απομακρύνω
3 ξεκόβω
4 εκφέρω (λόγο) καθαρά
5 προφέρω ξεκάθαρα
6 αποκολλώ
7 αποσπώ
8 ξεκολλώ
9 βγάζω
10 αποχωρίζω
11 διαχωρίζω
spiccicarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spitʧiˈkarsi]
1 αποκολλούμαι
2 απομακρύνομαι
3 ξεκολλώ
4 ξεκολλιέμαι
5 αποσπώμαι
permalink
spiccicare (ρ. μτβ.)
spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android