spìccio
 
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈspitʧo]
1 φουριόζικος
2 σπασμωδικός
3 σπουδαχτικός
4 εσπευσμένος
5 γοργός
6 γρήγορος
7 ραγδαίος
8 βεβιασμένος
9 ανυπόμονος
10 βιαστικός
11 επειγόμενος
12 πρόχειρος
13 ορμητικός
14 κλεφτός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈspitʧo]
1 φουριόζικος
2 σπασμωδικός
3 σπουδαχτικός
4 εσπευσμένος
5 γοργός
6 γρήγορος
7 ραγδαίος
8 βεβιασμένος
9 ανυπόμονος
10 βιαστικός
11 επειγόμενος
12 πρόχειρος
13 ορμητικός
14 κλεφτός
permalink
spiccio (επίθ.)
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android