ItalianoGreco


spìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspina]

1 (di pianta) το αγκάθι
2 (lisca) το κόκαλο
3 (elettrica) η φίσα, ο ρευματολήπτης


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


birra [θηλ.] alla spina = η μπύρα βαρελίσια || spina [θηλ.] dorsale = η σπονδυλική στήλη



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---