ItalianoGreco


spinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈnato]

1 ο με σχήμα ψαροκόκαλου (για μοτίβο υφάσματος κλπ.)
2 αγκαθωτός (για σύρμα)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


filo [αρσ.] spinato = το αγκαθωτό σύρμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---