ItalianoGreco


spot  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔt]

1 σποτ (TV ή σινεμά)
2 σημειακή πηγή φωτός
3 φωτιστικό σποτ (στο θέατρο και στο σινεμά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---