ItalianoGreco


spremitóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtojo]

1 διάταξη σφιξίματος
2 συσκευή στυψίματος
3 συμπιέζων
4 ασκών πολιτική λιτότητας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---