ItalianoGreco


sprezzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sprettsaˈtura]

1 ταπείνωση
2 μελετημένη αφροντισιά στο ντύσιμο
3 αδιαφορία στο ντύσιμο
4 προσβλητική αδιαφορία
5 περιφρόνηση
6 καταφρόνηση
7 καταφρόνια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---