sprezzatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sprettsaˈtura]
1 ταπείνωση
2 μελετημένη αφροντισιά στο ντύσιμο
3 αδιαφορία στο ντύσιμο
4 προσβλητική αδιαφορία
5 περιφρόνηση
6 καταφρόνηση
7 καταφρόνια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sprettsaˈtura]
1 ταπείνωση
2 μελετημένη αφροντισιά στο ντύσιμο
3 αδιαφορία στο ντύσιμο
4 προσβλητική αδιαφορία
5 περιφρόνηση
6 καταφρόνηση
7 καταφρόνια
permalink
sprezzatura (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android