spudoràto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spudoˈrato]
1 άνθρωπος ξεδιάντροπος και θρασύς
2 αδιάντροπος άνθρωπος
spudoràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spudoˈrato]
1 ασύστολος
2 ανερυθρίαστος
3 ξεδιάντροπος
4 ασύστολος
5 ξετσίπωτος
6 αναίσχυντος
7 αδιάντροπος
8 αισχρός
9 ακαταίσχυντος
10 αναιδής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spudoˈrato]
1 άνθρωπος ξεδιάντροπος και θρασύς
2 αδιάντροπος άνθρωπος
spudoràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spudoˈrato]
1 ασύστολος
2 ανερυθρίαστος
3 ξεδιάντροπος
4 ασύστολος
5 ξετσίπωτος
6 αναίσχυντος
7 αδιάντροπος
8 αισχρός
9 ακαταίσχυντος
10 αναιδής
permalink
spudorato (ουσ αρσ )
spudorato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android