ItalianoGreco


spuntàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spunˈtata]

1 κόψιμο των περιττών
2 περιποίηση (μαλλιών ή τριχών κλπ)
3 αφαίρεση περιττών στοιχείων
4 έλεγχος τιμών ή δελτίου
5 ξάκρισμα
6 κλάδεμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---