ItalianoGreco


squattrinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]

1 πανί με πανί
2 τσέτουλος
3 αδέκαρος άνθρωπος
4 αναπαραδιάρης

squattrinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skwattriˈnato]

1 ρέστος
2 μπατίρης
3 χρεοκοπημένος
4 άψιλος
5 άφραγκος
6 αδέκαρος
7 μπατιρημένος
8 απένταρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---