ItalianoGreco


squisitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skwiziˈtettsa]

1 νοστιμιά
2 ευαισθησία
3 τακτ
4 ευχάριστη γεύση
5 γευστικότητα
6 νοστιμάδα
7 κομψότητα
8 ωραιότητα
9 λεπτότητα
10 αβρότητα
11 χάρη
12 φινέτσα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---