ItalianoGreco


sradicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zradiˈkato]

1 πρόσφυγας
2 ξεριζωμένος άνθρωπος

sradicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zradiˈkato]

1 εκπατρισμένος βιαίως
2 ξεριζωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---