sragionévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zraʤoˈnevole]
1 εξωλογικός
2 άτοπος
3 εξωφρενικός
4 παράλογος
5 παραλογικός
6 άλογος
7 ακαταλόγιστος
8 ασυνάρτητος
9 ασυνεπής
10 ασύνδετος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zraʤoˈnevole]
1 εξωλογικός
2 άτοπος
3 εξωφρενικός
4 παράλογος
5 παραλογικός
6 άλογος
7 ακαταλόγιστος
8 ασυνάρτητος
9 ασυνεπής
10 ασύνδετος
permalink
sragionevole (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android