staffìle
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stafˈfile]
1 κνούτο
2 καμτσίκι
3 φραγγέλιο
4 κουρμπάτσι
5 λουρίδα ή ιμάντας αναβολέα
6 δέρμα του αναβολέα
7 μαστίγιο
8 μάστιγα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stafˈfile]
1 κνούτο
2 καμτσίκι
3 φραγγέλιο
4 κουρμπάτσι
5 λουρίδα ή ιμάντας αναβολέα
6 δέρμα του αναβολέα
7 μαστίγιο
8 μάστιγα
permalink
staffile (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android