ItalianoGreco


stage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [staʒ], [ˈstejʤ]

1 προετοιμασία
2 σειρά μαθημάτων
3 περίοδος δοκιμής ή εκπαίδευσης
4 πρακτική εξάσκηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---