stage
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [staʒ], [ˈstejʤ]
1 προετοιμασία
2 σειρά μαθημάτων
3 περίοδος δοκιμής ή εκπαίδευσης
4 πρακτική εξάσκηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [staʒ], [ˈstejʤ]
1 προετοιμασία
2 σειρά μαθημάτων
3 περίοδος δοκιμής ή εκπαίδευσης
4 πρακτική εξάσκηση
permalink
stage (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android