ItalianoGreco


stagionatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staʤonaˈtura]

1 γούρμασμα
2 δέσιμο
3 μέστωμα
4 ξήρανση (ξυλείας στην ύπαιθρο)
5 ωρίμανση
6 γίνωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---