ItalianoGreco


stagnànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [staɲˈɲante]

1 στεκάμενος
2 στάσιμος
3 αμετακίνητος
4 στεκούμενος
5 λιμνάζων
6 βαλτωμένος
7 τελματωμένος
8 ακίνητος
9 αδρανής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---