ItalianoGreco


stangàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stanˈgata]

1 ξεπουπούλιασμα χρηματικό
2 στραπάτσο οικονομικό
3 σουτ (ποδόσφαιρο)
4 ράβδισμα
5 χτύπημα
6 σκληρό χτύπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z