ItalianoGreco


stanghétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stanˈgetta]

1 ράβδος που πιάνει τα γυαλιά στα αυτιά
2 γραμμή που χωρίζει τα μουσικά μέτρα (στο πεντάγραμμο)
3 μικρή μπάρα
4 μικρή ράβδος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z