ItalianoGreco


statolatrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [statolaˈtria]

1 λατρεία του κράτους
2 κρατισμός
3 λατρεία συγκεντρωτισμού
4 συνηγορία συγκεντρωτικής εξουσίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z