ItalianoGreco


stimabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stimabiliˈta]

1 εντιμότητα
2 καλή υπόληψη
3 ευυποληψία
4 δυνατότητα εκτίμησης
5 δυνατότητα αποτίμησης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z