ItalianoGreco


stimolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stimolaˈtore]

1 προκλητικός άνθρωπος
2 προβοκάτορας

stimolatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stimolaˈtore]

1 παρακινητικός
2 προκλητικός
3 διεγερτικός
4 ερεθιστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z