ItalianoGreco


stipàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stiˈpato]

1 ασφυκτικά γεμάτος
2 υπερπλήρης
3 ο εντελώς γεμάτος
4 συνωθούμενος
5 συνωστισμένος
6 στριμωγμένος
7 στριμωχτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z