ItalianoGreco


stipulànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stipuˈlante]

1 συμβαλλόμενος άνθρωπος
2 θέτων εαυτόν υπό νομική υποχρέωση

stipulànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stipuˈlante]

1 προδιαγράφων συνθήκη σε σύμβαση
2 καθορίζων άρθρο σε σύμβαση
3 συμβαλλόμενος
4 συμβατικός
5 εγγυητικός
6 περιέχων όρους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z