stiraménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stiraˈmento]
1 παραμόρφωση συνδέσμων ένωσης
2 στραμπούληγμα
3 βίαιη μετατόπιση αρθρικών επιφανειών
4 έκταση
5 τέντωμα
6 διάστρεμμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stiraˈmento]
1 παραμόρφωση συνδέσμων ένωσης
2 στραμπούληγμα
3 βίαιη μετατόπιση αρθρικών επιφανειών
4 έκταση
5 τέντωμα
6 διάστρεμμα
permalink
stiramento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android