ItalianoGreco


stiraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stiraˈmento]

1 παραμόρφωση συνδέσμων ένωσης
2 στραμπούληγμα
3 βίαιη μετατόπιση αρθρικών επιφανειών
4 έκταση
5 τέντωμα
6 διάστρεμμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z