ItalianoGreco


stiratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stiraˈtura]

1 διάστρεμμα
2 τσίτωμα
3 παραμόρφωση συνδέσμων ένωσης
4 βίαιη συστροφή ένωσης
5 ίσιωμα μαλλιών
6 σιδέρωμα
7 τέντωμα
8 τεζάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z