ItalianoGreco


stìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstiro]

1 τσίτωμα
2 σιδέρωμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asse [αρσ.] da stiro = η σιδερώστρα || ferro [αρσ.] da stiro = το σίδερο σιδερώματος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z