ItalianoGreco


stràlcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstralʧo]

1 απόσπασμα
2 περικοπή
3 εκκαθάριση εταιρείας
4 αφαίρεση
5 βγάλσιμο
6 κόψιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---