ItalianoGreco


stràllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrallo]

1 επίτονο
2 στράλιο
3 συρματόσχοινο ή σκοινί στηρίγματος κεραίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---