ItalianoGreco


strapazzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strapattsaˈmento]

1 κοψομέσιασμα
2 υπερβολική δουλειά
3 ξεθέωμα
4 προσβολή
5 βάναυση συμπεριφορά
6 εξύβριση
7 κακοποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---