strapazzàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [strapatˈtsata]
1 κόπωση
2 κοψομέσιασμα
3 ξεθέωμα
4 κακομεταχείριση
5 στραπατσάρισμα
6 επίπληξη
7 μάλωμα
8 επιτίμηση
9 κατσάδα
10 κατσάδιασμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [strapatˈtsata]
1 κόπωση
2 κοψομέσιασμα
3 ξεθέωμα
4 κακομεταχείριση
5 στραπατσάρισμα
6 επίπληξη
7 μάλωμα
8 επιτίμηση
9 κατσάδα
10 κατσάδιασμα
permalink
strapazzata (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android