ItalianoGreco


strumentàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [strumenˈtale]

1 μη καταναλώσιμος
2 χρήσιμος σαν μέσο ή όργανο
3 ενόργανος
4 οργανικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---