sublimità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sublimiˈta]
1 περηφάνια
2 μεγαλοπρέπεια
3 υπεροχή
4 πολυδιαφημισμένο ή θαυμαστό κάτι
5 λαμπρότητα
6 ανωτερότητα
7 ανυπέρβλητη κατάσταση
8 θαυμασιότητα
9 εξαιρετικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [sublimiˈta]
1 περηφάνια
2 μεγαλοπρέπεια
3 υπεροχή
4 πολυδιαφημισμένο ή θαυμαστό κάτι
5 λαμπρότητα
6 ανωτερότητα
7 ανυπέρβλητη κατάσταση
8 θαυμασιότητα
9 εξαιρετικότητα
permalink
sublimità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android