ItalianoGreco


sussidiàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sussiˈdjarjo]

πρόχειρο τετράδιο

sussidiàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sussiˈdjarjo]

1 υποβοηθητικός
2 συμπληρωματικός
3 εφεδρικός
4 επικουρικός
5 επιβοηθητικός
6 βοηθητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---