ItalianoGreco


svampàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpare]

1 μειώνω την ένταση
2 μειώνω δραστηριότητα
3 ηρεμώ
4 ξεσπώ
5 αστράφτω λαμπερά
6 εκρήγνυμαι
7 σκάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---