svanìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]
1 κρονόληρος
2 γεροκουνενές
3 ραμολής
4 ξούρας
5 γεροξεκούτης
6 χούφταλο
7 ξεκούτης
8 μπάμπαλο
9 νερουλιασμένος άνθρωπος
10 ραμολιμέντο
11 ξεκουτιάρης
12 ραμολί
svanìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]
σβησμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]
1 κρονόληρος
2 γεροκουνενές
3 ραμολής
4 ξούρας
5 γεροξεκούτης
6 χούφταλο
7 ξεκούτης
8 μπάμπαλο
9 νερουλιασμένος άνθρωπος
10 ραμολιμέντο
11 ξεκουτιάρης
12 ραμολί
svanìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]
σβησμένος (-η, -ο)
permalink
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android