ItalianoGreco


svariàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjare]

1 μεταβάλλομαι
2 διαποικίλλομαι
3 διαφοροποιούμαι

svariàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjare]

1 μεταβάλλω
2 διαποικίλλω
3 διαφοροποιώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---