ItalianoGreco


svenevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zvenevoˈlettsa]

1 συναισθηματισμός
2 προσποίηση φιλάρεσκη
3 σκέρτσο
4 μαργιολιά
5 επιτήδευση
6 νάζι
7 ακκισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---