ItalianoGreco


svèntola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɛntola]

1 καταχεριά
2 κόλαφος
3 ρυθμική κίνηση (πυγμαχία)
4 ριπίδι για τη φωτιά
5 βεντάλια
6 χτύπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---