ItalianoGreco


tàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtakko]

το τακούνι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tacchi [αρσ. πλυθ.] a spillo = τα μυτερά τακούνια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---