ItalianoGreco


tachicàrdico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [takiˈkardiko]

πάσχων από ταχυκαρδίες

tachicàrdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [takiˈkardiko]

1 ταχυκαρδικός
2 ο της ταχυκαρδίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---