ItalianoGreco


tachìgrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taˈkigrafo]

1 όργανο καταγραφής ταχύτητας οχήματος
2 ταχογράφος (οχήματος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---