ItalianoGreco


tappezzière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tappetˈtsjɛre]

1 ταπετσιέρης
2 διακοσμητής
3 ντεκορατέρ
4 τεχνίτης ειδικός σε ταπετσαρίες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---